Μπορεί να ακούγεται παράξενα για καλοκαιριάτικες διακοπές στον Παρνασσό ,μια και σήμερα στο άκουσμα της λέξης Παρνασσός το μυαλό μας πάει στις χειμωνιάτικες χιονισμένες πλαγιές του και στις όμορφες εμπειρίες από το σκι και τη θαλπωρή των ‘σαλέ’.
Κ ‘ όμως για μας τους παλιότερους , σαν παιδιά ,με το καλοκαιριάτικο κλείσιμο των σχολείων η λέξη διακοπές σήμαινε για άλλους ,τους λιγότερο τυχερούς, βοήθεια στις αγροτικές εργασίες κοντά στην οικογένεια, ενώ για κάποιους άλλους ποιο τυχερούς σήμαινε διακοπές στο «βουνό» .Που βέβαια σκέψη για θάλασσα και νησιά και τα τοιαύτα . Αυτά έμοιαζαν με μακρινές χώρες και ας ήταν τα Καμένα βούρλα –η θάλασσα- λίγα χιλιόμετρα μακριά αλλά χωρίς δρόμο να πάει κανείς. Έτσι ‘Βουνό’ ήταν η προσωνυμία του Παρνασσού μια και ο τόπος που κατοικούσαμε είχε από πάνω του τις πλαγιές του Παρνασσού για σκέπασμα. Έτσι μόλις ‘έσφιγγαν’ οι ζέστες φορτώναμε στο μοναδικό φορτηγό του χωριού όλη την πραμάτεια και πηγαίναμε να ξεκαλοκαιριάσουμε στο « βουνό».
Η πραμάτεια περιλάμβανε εκτός από την οικοσκευή –από σκεπάσματα μέχρι κατσαρολικά και τρόφιμα- επιπλέον όλα τα υλικά για την κατασκευή του χώρου διαμονής τη γνωστή μας ως «καλύβα». Ήταν δε τα υλικά κατασκευής της καλύβας –δεν υπήρχαν τότε ούτε σκηνές ,ούτε νάιλον- ανάλογα με το μέγεθος της οικογένειας που έπρεπε να στεγαστεί, φύλλα από τσίγκο για οροφή, καδρόνια λογιών λογιών για το σκελετό και παλαιοί μουσαμάδες –απομεινάρια από παληά λάφυρα του Β’Παγκόσμιου πολέμου ή βελέντζες υφαντές για τα πλαϊνά.
Η θέση που κάθε οικογένεια έστηνε την καλύβα της και το καλοκαιριάτικο νοικοκυριό της ήταν προκαθορισμένη από δεκαετίες πριν , από την εποχή που η φυματίωση θέριζε τον κόσμο και το «βουνό» προσφέρονταν για ανάρρωση ή και από τότε που κυνηγημένοι από τους Γερμανούς κατάφευγαν στο ‘βουνό’ παρέα με την αντίσταση για να γλυτώσουν. Ήταν δε σεβαστή η θέση της κάθε οικογένειας και κανένας δεν την καταλάμβανε-ακόμα και αν η οικογένεια δεν ανέβαινε στο βουνό για κείνο το καλοκαίρι-αφού ακόμα και τα αιωνόβια πεύκα που βρίσκονταν μέσα για τη σκιά έπαιρναν συχνά και το όνομα της οικογένειας. Π.χ Ο πεύκος του Νικολή .
Μερικές θέσεις είχαν ‘χωρικά’ προτερήματα και ήταν ζηλευτές , όπως το άνοιγμα σε θέα , περισσότερη σκιά από τα δένδρα, κοντά στη μοναδική βρύση και έτσι ο μικρότοπος των τυχερών είχε πάρει το προσωνύμιο «Κολωνάκι» σαν αντιγραφή από το ομώνυμο Κολωνάκι των Αθηνών , έστω και αν ποτέ δεν το είχαν δει στα μάτια τους. Η εγκατάσταση των «παραθεριστών» έτσι τους έλεγαν , άρχιζε από τέλη Ιουνίου και διαρκούσε σχεδόν μέχρι τα τέλη του Αυγούστου εκτός και αν τίποτα ξαφνικές μπόρες τους υποχρέωνε να φύγουν νωρίτερα. Στο βουνό και στην καλύβα έμειναν όλο το διάστημα η μάνα και τα παιδιά ενώ οι άντρες συνέχιζαν τη δουλειά τους κάτω στο χωριό ανεβοκατεβαίνοντας πρωί και βράδυ. Συγκοινωνία δεν υπήρχε παρά το μοναδικό φορτηγό που τους ανέβαζε το βράδυ ενώ η κάθοδος γινόταν με τα πόδια ή με κάνα διαθέσιμο ‘τεράποδο’ το πρωί .
Η μέρα ξεκίναγε νωρίς με φρέσκο γάλα βρασμένο καλά από τις κατσίκες –υπήρχε πάντα ο κίνδυνος από μελιταίο πυρετό- που οι τσοπάνηδες της περιοχής πούλαγαν σε κάθε οικογένεια, ενώ μπόλικο ζυμωτό ψωμί τριμμένο μέσα ‘τριψιάνα ‘ έφτιαχνε τη γνωστή ‘παπάρα’.
Αραιά και που το ‘μπρέκφαστ!!’ περιλάμβανε και φρέσκο βούτυρο Παρνασσού διατηρημένο σε κρύο νερό –δεν υπήρχε ούτε ρεύμα ηλεκτρικό αλλά και ούτε ψυγεία με πάγο- και μαρμελάδα από κορόμηλα φτιαγμένα από τη μάνα μας.
Μετά άρχιζε το παιχνίδι. Παιχνίδι μέχρι εξαντλήσεως. Τρέξιμο και κυνηγητό ανάμεσα στα ψηλόκορμα μαυρόπευκα, στα κέδρα και στα πουρνάρια και κυνήγι να πιάσουμε σκίουρους. Αυτά τα σβέλτα μαυρόασπρα σκιουράκια με τη μεγάλη ουρά και τα τεράστια άλματα από το ένα πεύκο στο άλλο ήταν ο μεγάλος μας πειρασμός. Τα εντοπίζαμε από τα φαγωμένα κουκουνάρια που γέμιζαν το τόπο κάτω από τα πεύκα . Μετά άρχιζε η προσπάθεια να τα κάνουμε να κατέβουν στο έδαφος. Ο καθένας απ την παιδοπαρέα –δέκα χρονών όλοι τότε και κάποιοι λίγο μεγαλύτεροι- είχε φτιάξει τη δική του σφεντόνα άλλοτε με διχάλα για σημάδι και άλλοτε με σχοινί για τα δάκτυλα. Με κουκουνάρια μικρά στο ‘λάστιχο’-έτσι λέγαμε τη σφεντόνα - ρίχναμε στο σκιουράκο που πήδαγε από δένδρο σε δένδρο μέχρι που κουρασμένος κατέβαινε κάτω και άρχιζε να τρέχει και εμείς το κυνηγούσαμε μέχρι που χανότανε.Τότε και μείς κατάκοποι εξίσου και καταϊδρωμένοι τρέχαμε να ξεδιψάσουμε για νερό στη βρύση. Εκεί μας περίμενε μια άλλη έκπληξη. Σμήνη από μαυροπουλάκια-μελισσαρχάκια τα λέγαμε-διψασμένα και αυτά ερχόντουσαν στη ίδια με μας βρύση. Και εμείς χωρίς καμμιά οικολογική παιδεία τότε αλλά μόνο για ‘παιδιά’ με τη σφεντόνα τους στερούσαμε την ευχαρίστηση να δροσιστούν και συχνά και τη ζωή τους. Άλλοι οι καιροί τότε και η βία ήταν φρέσκια στα παιδικά μυαλά μας ,μια και είχαν περάσει δυό πόλεμοι –ο Β΄Παγκόσμιοςκαι ο Εμφύλιος-από τις βουνοκορφές του Παρνασσού.
Άλλωστε δεν ήταν λίγες οι φορές που στο τρέξιμό μας μέσα στις πλαγιές βρίσκαμε σφαίρες και όλμους άλλοτε σκασμένους και άλλοτε άσκαστους στα πρόχειρα πέτρινα πολυβολεία που κάποιοι δεν ξέρουμε από ποια μεριά σκόπευαν και αυτοί όπως εμείς με τις σφεντόνες μας τα σκιουράκια ,μόνο που αυτοί σκότωναν στ αλήθεια ανθρώπινες ζωές .
Το μεσημέρι είχε υποχρεωτικό ύπνο για μας τα παιδιά και μόνο τα τζιτζίκια άκουγες αφού όλοι ύστερα από ένα γεμάτο μεσημεριανό –άλλωστε σκοπός του παραθερισμού ήταν για μας τα παιδιά να παχύνουμε –έπεφτε μεσημεριάτικο σιωπητήριο.
Το απόγευμα ήταν δημιουργικό . Πηγαίναμε και κόβαμε φτέρες σε ένα ορισμένο βιότοπο-φτεριά- για να φτιάξουμε τις αυτοσχέδιες καλύβες μας και εκεί να κρυβόμαστε από το ψάξιμο της μάνας όταν ξεφεύγαμε. Και μετά ερχόταν το σούρουπο και το βράδυ.
Όλη η παραθεριστική παροικία ανηφόριζε στο μεγάλο ξέφωτο –αλωνάκι το έλεγαν- που είχε μια μοναδική θέα προς στις ορθοπλαγιές του Παρνασσού που άλλαζαν χρώματα ανάλογα αν τα κατοικούσαν μαυρόπευκα ή ψηλόκορμα έλατα. Εκεί στο κέντρο του ξέφωτου και δίπλα από ένα χαρακτηριστικό βραχάκο όπου όλες οι νέες κοπέλες ήθελαν να καθίσουν για νάνε ψηλότερα και να τις βλέπουν όλοι , είχε φκιαχτεί από ένα μεγάλο οριζόντιο κορμό στηριγμένο σε ένα άλλο μικρότερο στο μέσον μια αυτοσχέδια τραμπάλα. Τα γέλια και τα ξεφωνητά άρχιζαν –μια και η τραμπάλα ήταν μόνο για τους μεγάλους-όταν ανέβαιναν επάνω οι γυναίκες με τους άντρες τους που προσπαθούσαν να τις τρομάξουν με δυνατά ανεβοκατεβάσματα.
Όταν το φεγγάρι άρχιζε να βγαίνει και το αεράκι δροσερό κατηφόριζε απ τις πλαγιές του Παρνασσού όλη η παροικία άρχιζε το τραγούδι . Τραγούδια ενώ κάποιοι είχαν κουβαλήσει απ την καλύβα τους και ψωμοτύρι και κρασί και απολάμβαναν το βουνίσιο….απεριτίφ τους. Το βράδυ κάθε καλύβα με αναμμένη τη λάμπα με πετέλαιο ή το ‘λουξ’ καθόταν στο τραπέζι για το δείπνο. Οι ‘ καλύβες’ που ήταν φτιαγμένες η μια κοντά στην άλλη επέτρεπαν σε κάθε φαμελιά να ξέρει τι τρώνε οι άλλοι και συχνά τα πιάτα πηγαινοέρχονταν απ τη μια καλύβα στην άλλη ανταλλάσσοντας φαγητά ή φρέσκα φρούτα –ντόπια καρπούζια, πεπόνια, σταφύλια-.
΄Πάμπολλες ήταν οι φορές που μυρωδιές και ‘τσίκνα’ από το γειτονικό ψήσιμο στα κάρβουνα το παραδοσιακό ρουμελιώτικο έδεσμα το ‘κοντοσούβλι’ σε έκανε να ‘ξελιγώνεσαι’ μέχρι που ο γείτονας έφερνε μερικά ‘κοψίδια’ για γευστική … παρηγοριά.
Και μια και αναφερθήκαμε για γεύσεις και αισθήσεις πως μπορεί να ξεχαστεί η γεύση απ το ολόπαχο τυρί του Παρνασσού, φτιαγμένο μέσα σε ξύλινα βαρελάκια στις Αλκαίτικες στρούγκες πάνω στη Λιάκουρα και συντηρημένο μέσα σε βαθειά ‘καρκάρια’ με το χιόνι που δεν λειώνει ποτέ? Αλλά και το αρωματικό τσάι του βουνού μαζεμένο στις απόκρημνες πλαγιές και με τη ρίγανι που κάνει το κρέας να μοσχοβολάει την αγράμπελι να μοσχομυρίζει και τη ‘λατόψα’ τη μαστίχα απ τους κώνους στα έλατα φτιάχνουν ένα ολόκληρο κόσμο με μνήμες που δεν σβήνουν στο χρόνο .
Θα ήταν όμως παράληψη αν στις καλοκαιρινές βουνίσιες διακοπές δεν έλεγα και για τις ωραίες μέρες που μεσολαβούσαν πριν και μετά τα Αυγουστιάτικα πανηγύρια στο ‘βουνό’. Στις 6 Αυγούστου γιορτή της ‘Μεταμόρφωσης του Σωτήρος’ πανηγύριζε το ομώνυμο Ιστορικό Μοναστήρι . Από την προηγούμενη στο μεγάλο εσπερινό όλη η ορεινή παροικία κατηφόριζε ενώ όλο το χωριό ανηφόριζε. Μικροπωλητές με κάθε λογίς λιχουδιές έστηναν την πραμάτεια τους έξω απ το Μοναστήρι ενώ την επόμενη μέρα ανήμερα της γιορτής μετά την αρτοκλασία άρχιζαν οι χοροί και τα κλαρίνα μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Το δεκαπενταύγουστο συνέβαιναν τα ίδια στο Μοναστήρι αλλά με μικρότερη ένταση αφού σχεδόν όλα τα γύρω χωριά είχαν και το δικό τους πανηγύρι.
Του Αηγιάννη του ριγανά γιόρταζε ένα πανέμορφο εκκλησάκι χωμένο μέσα στα έλατα με μια πηγή με κρυστάλλινο τρεχούμενο νερό δίπλα του και εκεί μοσχομύριζαν τα ψητά αρνιά στη σούβλα με το απαραίτητο κοκορέτσι και το ντόπιο κρασί τρώγοντας πάνω στη βελέντζα και κάτω απ τα ελάτια. Και μετά το φαγητό μετά και το χωνευτικό νερό της πηγής –δεν ξέρω πόσοι έχετε τύχει να κοιμηθείτε κάτω από έλατο- ένας ύπνος μεσημεριανός σε έκανε να νοιώθεις ότι η ζωή στη φύση και στο βουνό γίνεται κάτι το ανεπανάληπτο.
Έφτανε όμως ο καιρός της επιστροφής. Κάποιες βροχούλες στην αρχή ,λίγη ψυχρούλα αργότερα , σχετικό κρύο τα βράδια σήμαιναν τη λήξη της θερινής ραστώνης και του ξεκαλοκαιριάσματος στον Παρνασσό.
Τώρα άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση. Ξήλωμα η καλύβα-τσίγκοι, καδρόνια, σανίδια-μάζεμα τα ‘συμπράγκαλα’, ξανά φόρτωμα στο φορτηγό και πίσω η θέση της καλύβας αφημένη πεντακάθαρη θα περίμενε υπομονετικά για τον ερχομό μας τον άλλο χρόνο.
Αυτό ήταν ένα από τα πολλά καλοκαίρια που πέρασα σαν παιδί στον Παρνασσό.
Καλοκαίρια απλά, ανεπιτήδευτα γεμάτα ζωή κοντά σε μια φύση που μόνο χάριζε και που δεν αποζητούσε τίποτα άλλο παρά τη δική μας ευτυχία, χαρά και αγάπη.
Και ήρθαν τα χρόνια της ανάπτυξης , της κατανάλωσης ,του παντοξερισμού του λεγόμενου πολιτισμού και της τεχνολογίας που αντί να αναδείξουν ,να τονώσουν και να ενισχύσουν αυτή τη φύση και το περιβάλλον το κούρσεψαν , το έκαψαν το αλλοίωσαν και τώρα στις μέρες μας κινδυνεύει να ξεπουληθεί. Αλήθεια τι θα μπορούσε σήμερα να έγραφε ο ποιητής για αυτά τα περασμένα καλοκαίρια στον Παρνασσό .
Ίσως ότι χαίρομαι και νοσταλγώ για τα χρόνια μου που δεν πήγαν τότε χαμένα.
Κώστας Κασσιός
Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου