Κυριακή, Οκτωβρίου 28, 2012

ΕΠΟΣ ΤΟΥ ‘40. ΠΙΣΤΕΥΑΜΕ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΛΕΠΑΜΕ ΠΑΝΤΟΥ

 

Την 28η Οκτωβρίου 1940 την γνωρίζουμε κατά κύριο λόγο μέσα από σχολικά βιβλία, εορτές, άχρωμα κυβερνητικά έγγραφα και επιτηδευμένα κείμενα.

Έτσι όμως η ιστορία δεν εντυπώνεται στη μνήμη και δεν χαράσσεται στην καρδιά.
Γι' αυτό καταντήσαμε από ένα έθνος πολεμιστών σε μια μάζα ασπόνδυλων καταναλωτών. Ας ακούσουμε λοιπόν τις κραυγές των τελευταίων εκπροσώπων εκείνου του έθνους που πασχίζουν να μας ξυπνήσουν από το βαθύ μας λήθαργο.

Επαμεινώνδας Σπηλιωτόπουλος, Ακαδημαϊκός, Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, βετεράνος μαχητής της ΠΕΑΝ και της ΡΑΝ- το κείμενο δημοσιεύθυηκε το 2010-

Στις 28 Οκτωβρίου το πρωί σήμαναν οι σειρήνες. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Φόρεσα τη στολή της ΕΟΝ και πήγα στη Λέσχη των Σκαπανέων στη λεωφόρο Κηφισίας. Εκεί ακούσαμε από το ραδιόφωνο την κήρυξη του πολέμου. Συγκεντρωθήκαμε μερικοί και κατεβήκαμε στο κέντρο της Αθήνας όπου ήδη διαδήλωναν χιλιάδες άνθρωποι. Επιτεθήκαμε και καταστρέψαμε τα γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας Αl Litoria.
 
Ακόμη έχω ένα μπλοκ εισιτηρίων ως ενθύμιο. Μετά συγκεντρωθήκαμε χιλιάδες κόσμος στην οδό Σταδίου. Από κάποιο μπαλκόνι βγήκε και μας μίλησε ο Μεταξάς. Τραγουδούσαμε εμβατήρια και ζητωκραυγάζαμε συνεχώς. Έκλεισε ο λαιμός μου για μια εβδομάδα. Σταύρος Γαλανός, αντιστράτηγος ε.α., βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου

Ο πόλεμος με βρήκε στο 2ο Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού στη Λάρισα με τον βαθμό του υπολοχαγού (ΠΒ)
Ήδη από το καλοκαίρι του 1940 μας είχαν ζώσει τα φίδια λόγω των απανωτών προκλήσεων των Ιταλών. Όλοι περιμέναμε ότι κάτι θα γίνει. Πριν ξημερώσει η 28η Οκτωβρίου έφθασαν τα νέα. Αμέσως όλοι οι αξιωματικοί τρέξαμε στο στρατόπεδο. Εγώ είχα χρέη ουλαμαγού-επιτελή επιστρατεύσεως. Επρόκειτο για μια λεπτή και υπεύθυνη εργασία καθώς είχα την ευθύνη 4000-5000 εφέδρων ώστε το σύνταγμα να φθάσει σε εμπόλεμη σύνθεση. Η επιστράτευση των εφέδρων επρόκειτο να λάβει χώρα στο χωριό Σικούριο.

Από τους 4000-5000 άνδρες έπρεπε να στείλουμε σε μάχιμες υπηρεσίες τους πρόσφατα απολυμένους, τους νεότερους και αυτούς που δεν είχαν πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις.
Προ του πολέμου είχαμε πολύ πυκνή αλληλογραφία με όλους τους σταθμούς και τις υπηρεσίες της Χωροφυλακής σε ολόκληρη την επικράτεια. Διότι αυτοί που απολύονταν από το σύνταγμα είχαν διασπαρεί σε όλη την Ελλάδα. Η Χωροφυλακή μας ενημέρωνε διαρκώς για τις μεταβολές στην οικογενειακή κατάσταση του κάθε εφέδρου. Έτσι διαλέγαμε τους πιο ικανούς που θα στέλναμε σε μάχιμες μονάδες.
Oι έφεδροι προσέρχονταν προς κατάταξη με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Όλα συντελέστηκαν με απόλυτη πειθαρχία και τάξη. Μέσα σε πέντε ημέρες είχαμε συγκροτήσει τις μονάδες και είχαμε αποστείλει ήδη τις περισσότερες στο μέτωπο. Ωστόσο επρόκειτο για πολύ κοπιαστική εργασία. Δεν έκλεισα μάτι πέντε ολόκληρες νύχτες. Στο σημείο αυτό αξίζει μια μνεία στους συνεργάτες μου. Ο ένας ήταν ο λοχαγός Βλασόπουλος, γενναίος αξιωματικός και καλός φίλος κατόπιν. Ο άλλος ήταν ο έφεδρος αξιωματικός Γιάγκος. Με βοήθησε πολύ. Ήταν έξυπνο παιδί, δικηγόρος. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα.

Ελένη Φραγκιά, στέλεχος της ΕΟΝ και ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Σπίθα»
Πριν τον πόλεμο ήμουν υπεύθυνη του 4ου τομέως της ΕΟΝ στην Καστέλα. Μας είχαν δώσει ένα γράμμα με την εντολή να μην το ανοίξουμε παρά μόνο σε περίπτωση πολέμου. Όταν χτύπησαν οι σειρήνες η μάνα μου ένιωσε το σαγόνι της να χτυπά ασυναίσθητα από την αγωνία. Ο αδελφός μου, ο οποίος ήταν επίσης στην ΕΟΝ, θυμήθηκε το γράμμα. Το άνοιξε και έφυγε αμέσως αφήνοντας τη μάνα μας να χτυπιέται. Το δικό μου γράμμα ανέφερε πως έπρεπε να παρουσιαστώ στο β' Γραφείο Αρρένων για αντικατάσταση προσωπικού. Βγήκα στον δρόμο. Ο κόσμος ήταν πολύ ανήσυχος. Τότε έγινα μάρτυρας ενός αξέχαστου περιστατικού. Μια μάνα είχε τέσσερα παλικάρια. Είχαν κληθεί όλα στον στρατό. Ένα ένα έβγαινε από την εξώπορτα. Εκείνη τα σταύρωνε από το μπαλκόνι, μάζευε τα δάκρυά της και έμπαινε πάλι μέσα να ετοιμάσει το επόμενο.

Ο κόσμος, όπως σας είπα, ήταν ανήσυχος. Ωστόσο δεν υπήρχε απογοήτευση. Υπήρχε ένα ιδανικό, μια εμπιστοσύνη, μια υπευθυνότητα και μια ελπίδα ότι εμείς θα νικήσουμε.
Πιστεύαμε στην Παναγία την οποία βλέπαμε ζωγραφισμένη παντού, στους τοίχους, στα παράθυρα, την βλέπαμε στην πραγματικότητα ζωντανή μπροστά μας. Χωρίς αυτή ήταν αδύνατο να πολεμήσουμε.
 Αυτή μας οδηγούσε, η Παναγία η Οδηγήτρια.

Γεώργιος Πάλλης βετεράνος της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας

Εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό ξυπνήσαμε τρομαγμένοι από τα φοβερά ουρλιαχτά των σειρήνων. Σαστισμένοι αρχίσαμε να ρωτάμε ο ένας τον άλλον: «Τι συμβαίνει;». Ένας που είχε ραδιόφωνο και άκουσε τα νέα μας είπε, ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο.

Η ώρα περνούσε. Οι σειρήνες σταμάτησαν να ουρλιάζουν. Μέναμε στον Πειραιά. Κατέβηκα στο λιμάνι. Στο δρόμο ο κόσμος διακατεχόταν από μια νευρικότητα. Μια αναταραχή ασυνήθιστη. Κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Οι επιστρατευόμενοι έτρεχαν στα, κατά τόπους, στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν.
Σιγά σιγά το πράγμα άρχισε να παίρνει πανηγυρική όψη. Ο κόσμος έπαιρνε θάρρος. Οι καταταγόμενοι γύριζαν στα σπίτια τους με στρατιωτικά ρούχα στη μασχάλη. Αποχαιρετούσαν τους δικούς τους και έφευγαν με το χαμόγελο στα χείλη. Έφευγαν για το μέτωπο και θα νόμιζε κανείς πως πήγαιναν σε πανηγύρι.
Όταν πολεμούσαμε το 1940 στην Αλβανία, εναντίον των Ιταλών, που μας επιτέθηκαν χωρίς κανένα λόγο, συνέβη το εξής θαυμαστό.

Οι τσολιάδες συνέλαβαν μαζί με άλλους Ιταλούς και έναν αξιωματικό αιχμάλωτο. Οι Έλληνες στρατιώτες του αφαίρεσαν το πιστόλι, τα κιάλια κ.λ.π. Ο Ιταλός αξιωματικός τα παρέδωσε όλα ευχαρίστως. Παρέδωσε ακόμη και τις φωτογραφίες της οικογενείας του.

Μια μικρή όμως εικόνα του Αγίου Γεωργίου δεν ήθελε να την παραδώσει με κανένα τρόπο. Τελικά του την πήρανε. Τότε ο Ιταλός αιχμάλωτος ζήτησε να δει τον διοικητή. Όταν τον συνάντησε του μίλησε με ευγενικό τρόπο και τον παρακάλεσε να του επιστρέψουν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου.

- Αυτή είναι Ορθόδοξη... τι την θέλεις εσύ, ο παπικός, του είπε ο διοικητής.
- Εγώ, απαντά ο Ιταλός αξιωματικός, όταν οδηγούσα τον λόχο μου εναντίον των Ελλήνων, δεν μπορούσα με κανένα τρόπο να σπάζω τις γραμμές των. Κι αυτό συνέβαινε διότι μπροστά από τις γραμμές τους έβλεπα να τρέχει πέρα δώθε και σε όλη την γραμμή του μετώπου, ένας Καβαλλάρης με άσπρο άλογο. Αυτός μας έφραζε τον δρόμο. Δεν μας άφηνε να προχωρήσουμε.

Στην οπισθοχώρηση μας όμως βρήκα σε ένα μέρος ένα ερημοκκλήσι. Μπήκα μέσα να προσευχηθώ, κι εκεί στο τέμπλο βλέπω αυτό το εικονισματάκι.

Ήταν ακριβώς όπως τον έβλεπα στο μέτωπο! Ήταν ο ίδιος, ο Άγιος, με το άσπρο άλογο που μας εμπόδιζε, και δεν μας άφηνε να προχωρήσουμε προς την Ελλάδα. Τότε την πήρα την εικόνα αυτή μαζί μου και από τότε την έχω σαν φυλαχτό επάνω μου.

Σας παρακαλώ να μου την αφήσετε. Και πράγματι, του την άφησαν.
Xιλιάδες ήταν όμως τα θαύματα του ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ αλλά και άλλων αγίων που μας σταματούσαν.
ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
Στο μέτωπο, σ’ όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου μέχρι ψηλά τις παγωμένες Πρέσπες, ο Ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ίδιο όραμα:
Έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή
να προβαδίζει
 ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος Στρατηγός.
Γράμμα από τη Μόροβα

Ο Τάσος Ρηγόπουλος, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του.
«Αδελφέ μου Νίκο.
Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράψω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, που το είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, σε απόσταση καμμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.
- Τις ει; Μιλιά…
Ο σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε:
- Τις ει;
Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Ε­μείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλαίψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας.
Υπογραμμίζω πως η επίθεσή μας πέτυχε τους Ιτα­λούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήμα­τα είχαν τραβηχθεί πίσω και τα καινούργια… κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε».
Θαύμα στο Μπούμπεση
Ένα ζωντανό θαύμα της Παναγίας έζησαν στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο οι στρατιώτες του 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχη Πετράκη, στην κορυφογραμμή του Ροντένη, δεξιά της θρυλικής Κλει­σούρας.
Κάθε βράδυ, από τις 22-1-41 και έπειτα, στις 9.20 ακριβώς, το Βαρύ Ιταλικό πυροβολικό άρχιζε βολή ε­ναντίον του τάγματος Πετράκη και του δρόμου, άπ’ ό­που περνούσαν τα μεταγωγικά. Πέρασαν ημέρες και το κακό συνεχιζόταν, δημιουργώντας εκνευρισμό και α­πώλειες. Τολμηροί ανιχνευτές των εμπροσθοφυλακών και αεροπόροι εξαπολύθηκαν μέχρι βαθιά στις Ιταλικές γραμμές, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα Ιταλικά πυροβόλα, ίσως γιατί οι Ιτα­λοί κάθε βράδυ τα μετακινούσαν.
Ήταν όμως απόλυτη ανάγκη να εντοπισθούν οι εχ­θρικές θέσεις. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακούστη­καν πάλι οι ομοβροντίες των Ιταλικών κανονιών.
Παναγία μου, φώναξε τότε ο ταγματάρχης εντε­λώς αυθόρμητα, βοήθησε μας! Σώσε μας άπ’ αυτούς τους δαίμονες.
Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο.
Σιγά-σιγά σχημάτισε κάτι σαν φωτοστέφανο. Και κάτω άπ’ αυτό μερικά ασημένια συννεφάκια σχημάτισαν τη μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σ’ ένα φαράγγι, ανάμεσα σε δύο υ­ψώματα του Μπούμπεση. Το όραμα το είδαν όλοι στο τάγμα και ρίγησαν.
— Θαύμα! βροντοφώναξε ο ταγματάρχης.
— Θαύμα! Θαύμα! επανέλαβαν ον στρατιώτες και σταυροκοπήθηκαν.
Αμέσως έφυγε ένας σύνδεσμος με σημείωμα του Πετράκη για την πυροβολαρχία τού Τζήμα. Σε δέκα λε­πτά βρόντησαν τα ελληνικά κανόνια και σε είκοσι εσίγησαν τα ιταλικά. Οι οβίδες μας είχαν πετύχει απόλυτα τον στόχο.
Ο Ν. Ντραμουντανός διηγείται
μία θαυμαστή εμπει­ρία του από τον πόλεμο του ’40:

«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προ­χωρημένο ύψωμα για προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμ­πούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχι­σε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερό­νυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Απο­κλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακκίδιό του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αύριον» και τις κα­ταβροχθίσαμε.
Από κεϊ και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Πε­ράσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθι­κό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όριά της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέ­ναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Τότε μία έμπνευση τού λοχαγού μας έκανε το θαύ­μα! Έβγαλε άπ’ τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύ­ρω του:
Παλληκάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περί­σταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεαν­θρώπου, να μας βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέ­σαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακού­σαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα ό­πλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα μέτρο χιόνι — το λιγώτερο — ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλά­βαμε: Το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαρι­στήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κου­ραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.
Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλε­μο. Αλλ’ αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέ­ξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία».
Ο βλάσφημος ανθυπασπιστής
Ο Χρήστος Βέργος, επιστρατευμένος στον πόλεμο της Κορέας, διηγείται:
«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των βαρέων όπλων που κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οι βλασφημίες μου συγκεντρώνον­ταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό. Oι ανώτεροί μου διαρκώς με παρατηρού­σαν και με τιμωρούσαν. Ώσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο θαύμα.
Ξημέρωνε η 7η Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμα μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο. Όταν ρόδιζε η αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο που με συνετάραξε:
Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει και με ρωτά ακουμ­πώντας το χέρι στον ώμο μου:
- Θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο; Ένοιωσα τότε μια βαθειά αγαλλίαση.
- Και ποια είσαι συ; τη ρώτησα.
Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά:
- Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;
- Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πως είναι δυνατό να βρίζω μια άγνωστή μου;
- Ναι, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα και σ’ ό­λους τους στρατιώτες τού τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν’ ανάψετε κεριά στ’ αδέλφια σας που έ­χουν ταφεί εκεί;
Μ’ αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύ­ρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.
- Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογγούσες και παραμιλούσες στον ύπνο σου.
Τού διηγήθηκα το όνειρο μου και καταλήξαμε πως ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως και συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς τού Πουσάν.
Ενώ όμως λέγαμε αυτά. ξαναβλέπω τη γυναίκα τού ονείρου μου μπροστά μου.
— Αδαμάκο! βάζω μια φωνή. Η γυναίκα… Αυτή… Να… τη βλέπεις;
Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά που εγώ! Η μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ο­μορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:
- Μη φοβάσαι… Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι η Παναγία. Σας προστατεύω όλους παντού και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στις δυ­σκολότερες στιγμές της ζωής σου.
Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε άπ’ τα βάθη της καρδιάς μου ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς, εγώ που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».
Μήπως όμως χρειάζεται να αναζητήσουμε κάποια ερμηνεία για όλα αυτά τα γεγονότα ; Και ποια σχέση έχουν με την εισαγωγική αναφορά μας στην Σκέπη της Παναγίας; Δεν χωράει αμφιβολία ότι η εποποιία του 1940, αποτελεί ένα θαύμα, είναι ένα από τα πολλά θαύματα στην ιστορία των Ελλήνων. Δεν μπορεί να είναι καρπός αποκλειστικά ανθρώπινου αγώνα.
Η θεϊκή χάρη συνεργάσθηκε με την ανθρώπινη προσπάθεια. Και είναι δίκαιο που μαζί με τα θριαμβευτικά σαλπίσματα πάνω από τους τάφους των ηρώων, σήμαναν δοξαστικές καμπάνες για ένα <<ευχαριστώ>> στην Παναγία, σ΄εκείνη, στην οποία η εθνική συνείδηση απέδωσε για μια ακόμα φορά <<τα νικητήρια>>. Τη Σκέπη των αγωνιστών. Την Ελευθερώτρια των σκλαβωμένων.
Γιατί στα κρίσιμα χρόνια του πολέμου οι Έλληνες εμπιστεύθηκαν στα χέρια της Παναγίας τον αγώνα τους. Ζήτησαν τη μητρική προστασία της για να υπερασπιστούν τα δίκαιά τους. Και ήταν τόση η πίστη τους, ώστε την έβλεπαν να τους εμψυχώνει και να τους σκεπάζει, καθώς πολεμούσαν απεγνωσμένα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας. Η άλλοτε Υπέρμαχος Στρατηγός των Ρωμηών γίνεται η Αγία Σκέπη των αγωνιστών και το θαύμα επαναλαμβάνεται. Χάρη στην πίστη που θερμαίνει τις ψυχές τους οι μαχητές περιφρονούν τη λογική των αριθμών και αντιστέκονται στις σιδερόφρακτες εχθρικές στρατιές με ηρωισμό που κινεί τον παγκόσμιο θαυμασμό.
Για τους λόγους αυτούς η εκκλησία σήμερα, δηλαδή όλοι εμείς, ανυμνούμε τη Σκέπη της Παναγίας, και την παρακαλούμε να μας σκεπάζει πάντα με την αγάπη της και να στέκεται πάντα δίπλα, βοηθός και συμπαραστάτης στο έθνος μας, σε κάθε καλό αγώνα, γιατί τη βοήθεια της την έχουμε το ίδιο ανάγκη και στον καιρό της ειρήνης. Μπορεί να μην υπάρχει σήμερα άμεση εθνική απειλή και άμεσος κίνδυνος πολέμου, μπορεί να μην υπάρχει Χίτλερ ή Μουσολίνι, υπάρχει όμως ένας άλλος εισβολέας, ο οποίος ίσως να είναι και πιο επικίνδυνος, ο οποίος προσπαθεί να αλώσει τις συνειδήσεις μας, να ξεχάσουμε την ιστορία μας, να αποσπάσει την προσοχή μας από τα σοβαρά προβλήματα, προσφέροντας μας τέρψη με θεάματα και να κάνει μία όχι στρατιωτική αλλά μία πνευματική τηλεοπτική κατοχή στις καρδιές μας. Έχουμε καιρό όλοι μας να παρακολουθούμε με απληστία σίριαλ, που μας διδάσκουν πως μπορούμε να χαλάσουμε πολύ εύκολα τις οικογένειες μας, τα κύτταρα του έθνους μας, δεν έχουμε όμως καιρό να διαβάσουμε την ιστορία μας, να γνωρίσουμε με ποιούς αγώνες των προγόνων μας μπορούμε εμείς σήμερα να ζούμε ελεύθεροι αλλά και να διαβάσουμε συγκλονιστικές μαρτυρίες αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, οι οποίοι στον υπεράνθρωπο αγώνα τους πάνω στα παγωμένα βουνά έβλεπαν την Παναγία ζωντανά και έπαιρναν κουράγιο να συνεχίσουν. Ας είναι λοιπόν ο σημερινός λόγος ένα έναυσμα να ασχοληθούμε όλοι περισσότερο με την ιστορία μας, ένα μνημόσυνο για όσους έπεσαν ηρωικά στον πόλεμο και μία ελάχιστη τιμή ευγνωμοσύνης στην μητέρα μας την Παναγία.
Η ΕΛΛΑΔΑ αποτελούσε πάντα ένα μικρό  κρατίδιο ομολογεί ένας μεγάλος αυστιακός :
Το κρατίδιο αυτό όμως έχω την εντύπωση ότι έχει ακόμα πολλά να δώσει στην παγκόσμια ιστορία:ο λόγος ;Οι άνθρωποι που το κατοικούν νιώθουν μέσα τους ΑΝΙΚΗΤΟΙ.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΝΩΘΗΤΕ
ΦΩΝΑΞΕ ΜΕ ΟΣΟΙ ΔΥΝΑΜΗ ΕΙΧΕ ΜΙΑ ΓΙΑΓΙΑ 98 ΧΡΟΝΩΝ ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΖΕΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙ Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.ΑΣ ΤΗΝ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΟΣΟ ΠΟΤΕ ΑΛΛΩΤΕ ΟΛΟΙ ΜΑΣ.ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΗΝ ΕΙΡΩΝΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΚΕΙΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΕ:Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΟΥ ΜΟΥ ΕΙΠΕ :ΕΙΔΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΥΣΤΗΡΗ ΜΕ ΧΕΡΙ ΣΗΚΩΜΕΝΟ ΣΤΑΘΕΡΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΜΟΥ ΝΑ ΜΟΥ ΛΕΕΙ :ΣΤΟΠ!ΕΔΩ ΖΩ ΕΓΩ!ΚΑΙ ΤΑ ΤΑΝΚΣ ΤΟΥ ΠΑΝΙΣΧΥΡΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΤΟΥ ΝΑ ΒΟΥΛΙΑΖΟΥΝ!


Βασιλοπούλου παναγιώτα του Ανδρέα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου